12.9.10

Γιατί οι υπουργοί, κατά κανόνα, «δεν κάνουν απολύτως τίποτα»

«Oι υπουργοί διευθύνουν τα γραφεία τους με τρόπο που στα μάτια ενός Αμερικανού παρατηρητή φαντάζει κυριολεκτικά εντυπωσιακός. [...] Mεγάλα πλήθη συνωστίζονται στο γραφείο του... Ψιθυριστές συζητήσεις του υπουργού λαμβάνουν μέρος διαρκώς με οποιονδήποτε φθάνει στο γραφείο του. Όταν το φαινόμενο αυτό συνδυαστεί με το γεγονός πως υπάρχει ελάχιστη απόδοση υπευθυνότητας στην υπαλληλική ιεραρχία, τότε γίνεται κατανοητό πώς είναι δυνατόν τα υπουργεία να λειτουργούν χωρίς να κάνουν απολύτως τίποτα». (Έκθεση Πόρτερ, Απρίλιος 1947)
Η Αποστολή Πόρτερ, το 1947, προσέθεσε στην Έκθεσή της δύο ακόμα παράγοντες που ερμήνευαν την «ανυπαρξία» της ελληνικής κυβέρνησης. Πρώτον, τον μεγάλο αριθμό υπουργείων, που έφθαναν τα 40, και τους συχνούς ανασχηματισμούς (7 ανάμεσα στις αρχές του 1945 και την άνοιξη του 1947). Χαρακτήρισαν αυτό το σύστημα ως «δόγμα της αδύναμης κυβέρνησης». Στη συνέχεια πρότειναν ένα «δόγμα ισχυρής και αποτελεσματικής» κυβέρνησης, με 12 μόλις υπουργεία και ενίσχυση της αυτοδυναμίας της δημόσιας διοίκησης (Μελέτη Μάξιμου, Παν/μιο Αθηνών, 1947). Τελικά όμως τόσο το Δόγμα Τρούμαν όσο και το Σχέδιο Μάρσαλ έδωσαν στις αμερικάνικες αποστολές τον «πλήρη και άμεσο έλεγχο» της διοίκησης, επιλέγοντας να συντηρήσουν το δόγμα της «αδύναμης κυβέρνησης» μέχρι το 1950.

Το φαινόμενο θα είχε μόνο ιστορικό ενδιαφέρον, αν δεν επανερχόταν στη μεταπολίτευση ως το κυρίαρχο μοντέλο άσκησης της κυβερνητικής εξουσίας. Ενώ τα δύο κόμματα κυβερνούν στη μεταπολίτευση με απόλυτη σταθερότητα και ομαλές εξελίξεις (εκλογές γίνονται κάθε τριάμισι χρόνια κατά μέσον όρο), οι κυβερνήσεις, λόγω συνεχών ανασχηματισμών, αλλάζουν κάθε 10 μήνες. Στη μεταπολίτευση έχουμε περίπου 35 κυβερνήσεις. Μία κάθε χρόνο.

Ελάχιστοι είναι οι υπουργοί που μένουν στο ίδιο υπουργείο σε περισσότερες από μία κυβερνήσεις. Κατά κανόνα οι υπουργοί Οικονομικών, Εξωτερικών και Άμυνας είναι λίγο μακροβιότεροι: μένουν δύο χρόνια δηλαδή, σπανίως και κάτι παραπάνω. Και δίπλα σε αυτό αλλάζουν συνεχώς και τα ονόματα των υπουργείων, γίνονται συνεχείς επαναδιατάξεις, συγκολλήσεις, αποκολλήσεις και καταργήσεις. Μία Βαβέλ υπουργείων και υπουργών. Υπάρχουν και ολίγες εξαιρέσεις. Η μονιμότητα της Μελίνας στο υπουργείο Πολιτισμού και του Παπούλια στο Εξωτερικών. Η εξαίρεση επιβεβαιώνει τον κανόνα. Από κοντά και ελάχιστοι υπουργοί που ταυτίστηκαν με μια μεταρρύθμιση (Γεννηματάς και ΕΣΥ, Τρίτσης και χωροταξία, Παπαδόπουλος και “Καποδίστριας”).

Το ερώτημα τελικά παραμένει: Τι κάνει ένας υπουργός όταν αναλαμβάνει ένα υπουργείο γνωρίζοντας ότι σε 10 μήνες ή δεν θα έχει υπουργείο ή θα είναι σε άλλο;

Οι εύκολες απαντήσεις είναι και προφανείς. Πρώτον, αναζητά τον προϋπολογισμό του υπουργείου προκειμένου να εντάξει κανένα έργο στην εκλογική του περιφέρεια. Έτσι, για παράδειγμα, στα Χανιά δύο σύντομες υπουργοποιήσεις έφεραν δύο κτήρια, ένα της αστυνομίας (Βαλυράκης) και ένα νοσοκομείο (Σκουλάκης). Παντού στην Ελλάδα τα δημόσια κτήρια φέρουν την άτυπη ονοματολογία του βουλευτή που πρόλαβε και ενέταξε το έργο στο πέρασμά του από ένα υπουργείο.

Η δεύτερη κατεπείγουσα δουλειά είναι να ελέγξει τρέχοντες διαγωνισμούς και προμήθειες, τα ευρωπαϊκά κονδύλια και κληροδοτημένα προγράμματα που έχουν ημερομηνίες και φυσικά να ακυρώσει ή να ολοκληρώσει διοικητικές αποφάσεις του προκατόχου. Αυτά είναι εν πολλοίς απρόβλεπτα και εμπλέκονται με πολλές συνέργειες υπουργείων, φορέων και οργανισμών. Αν προλάβει και γίνει κάτι, καλώς καμωμένο.

Η τρίτη δουλειά είναι η νομοθετική. Ένα νομοσχέδιο αυτοδύναμο, ή τσόντα σε άλλα, κάποιες «αποσπασματικές ρυθμίσεις» που να ικανοποιούν ένα ή περισσότερα από τα αιτήματα που συσσωρεύονται στα υπουργεία. Την αέναη αυτή κίνηση ψιθυριστών διαλόγων «υπουργών» και «πλήθους».

Η τέταρτη και πιο σημαντική είναι οι δημόσιες σχέσεις, η «εικόνα», η προβολή της δεινής ικανότητας του προσώπου. Αυτό ίσως είναι απόλυτα κρίσιμο, αν και αφετηριακά είναι κενό περιεχομένου, εφόσον τα τρία προηγούμενα εξ ορισμού είναι κενά περιεχομένου.

Αυτοί οι συνεχείς ανασχηματισμοί είναι έργο κυβερνήσεων που αποστρέφονται τις αλλαγές και τις μεταρρυθμίσεις, αυτές που έχουν σημασία και διάρκεια. Είναι έργο κυβερνήσεων που μεριμνούν για τη διαχείριση και την αναπαραγωγή του πολιτικού συστήματος ως έχει. Το δόγμα της «αδύναμης κυβέρνησης» είναι το κατάλληλο δόγμα για μια κυβέρνηση που δεν έχει και δεν θέλει να έχει αποφασιστική εξουσία, η οποία να αναφέρεται πραγματικά στο δημόσιο συμφέρον, στο κοινό καλό και δεκάδες άλλες αρχές που διέπουν την έννοια της «ισχυρής κυβέρνησης», συντηρητικής ή προοδευτικής δεν έχει σημασία.

Έτσι ερμηνεύεται και το προφανές. Γιατί όλες οι κυβερνήσεις από το 1980 μέχρι το 2010 είχαν ελλειμματικούς προϋπολογισμούς (χωρίς καμία εξαίρεση), γιατί το δημόσιο χρέος κυμαίνεται από το 100% έως το 120% του ΑΕΠ από το 1990 μέχρι το 2010, γιατί το σύστημα παιδείας μένει αναλλοίωτο επί τέσσερις δεκαετίες κ.ο.κ. Τριάντα πέντε διαδοχικές κυβερνήσεις και γενιές υπουργών κάνουν ακριβώς τα ίδια πράγματα, δηλαδή «απολύτως τίποτα». Και όταν έρχεται η ώρα της άμεσης επέμβασης του ξένου παράγοντα, όπως και στα παλιά χρόνια, αυτός πάλι επιλέγει το «δόγμα της αδύναμης κυβέρνησης», προκειμένου να τελειώνει τη δουλειά του μια ώρα αρχύτερα και χωρίς περιπλοκές.

Του ΓΙΩΡΓΟΥ ΣΤΑΘΑΚΗ*
*Ο Γ. Σταθάκης διδάσκει Πολιτική Οικονομία στο Πανεπιστήμιο Κρήτης
ΠΗΓΗ: www.avgi.gr