Πρύτανης, γνωστός για την προκλητική στάση του ενάντια σε φοιτητές και διδάσκοντες, πρόσφατα δημοσιοποίησε τις προτάσεις του προς τη Σύνοδο Πρυτάνεων για το μέλλον των ελληνικών ΑΕΙ. Στο όνομα της αποτελεσματικής λειτουργίας των ΑΕΙ, προτείνεται η ιδιωτικοποίηση των πανεπιστημίων, η καθιέρωση διδάκτρων, η άρση της μονιμότητας και, βέβαια, η συγχώνευση και κατάργηση Τμημάτων και ΑΕΙ.
Οι προτάσεις αυτές στηρίζονται στην “μη τεκμηρίωση εθνικών λόγων” για τα ΑΕΙ που καταργούνται και προτείνεται η κατάργηση Τμημάτων “χωρίς συγκεκριμένο γνωστικό αντικείμενο.” Ο κ. πρύτανης και αρκετοί άλλοι πανεπιστημιακοί που συμφωνούν ή και προτείνουν αντίστοιχα μέτρα, προβάλλουν τους εαυτούς τους ως άτομα που σκέπτονται επιστημολογικά ορθά και εθνικά υπεύθυνα. Στα θέματα παιδείας τα επιχειρήματα συχνά επικεντρώνονται στο ότι καλό είναι να ξεμπερδεύουμε με περιττά πράγματα - σχεδόν πάντοτε με τις ανθρωπιστικές και, ενίοτε, με τις κοινωνικές επιστήμες.
Σοβαρότερο, όμως, πρόβλημα αποτελεί η γενικότερη αντίληψη που καθοδηγεί τέτοιες προτάσεις: ο (εξ)ορθολογισμός. Η λέξη κυκλοφορεί ευρέως. Υπονοεί μια διαδικασία αυτονόητη ως προς το περιεχόμενό της που μπορεί να εφαρμοστεί αντικειμενικά, ότι είναι σχεδόν συνώνυμη με την έννοια της προόδου και όποιοι είναι αντίθετοι είναι σκοταδιστές. Το αίτημα του (εξ)ορθολογισμού, λοιπόν, ακούγεται “λογικό”, “σύγχρονο” και, κυρίως, “ευρωπαϊκό”.
Τα τελευταία χρόνια ο (εξ)ορθολογισμός χρησιμοποιείται ως έννοια - κλειδί για να σηματοδοτήσει την (ανα)διάρθρωση διαφόρων οικονομικών θεσμών και, κυρίως, των επιχειρήσεων. Ο ορθολογισμός αποτέλεσε την βασική αρχή, γύρω από την οποία συστηματοποιήθηκε ο νεοφιλελευθερισμός που βιώνουμε τα τελευταία χρόνια. Και με τα γνωστά καταστροφικά αποτελέσματα. Τα ίδια εκφράζει και η χρήση αυτού του όρου ως του μοναδικού κανονιστικού κριτηρίου για τη λειτουργία των πανεπιστημίων. Μας οδηγεί να συζητάμε για το πανεπιστήμιο όπως θα συζητούσαμε για οποιανδήποτε εμπορική επιχείρηση. Με όρους αποτελεσματικότητας, με όρους ανταποδοτικότερης διαχείρισης του προϊόντος που δημιουργεί και διακινεί. Γενικεύεται, με αυτόν τον τρόπο, η χρήση μιας έννοιας και, άρα, της πρακτικής που συνεπάγεται η χρήση της. Δηλώνεται πως η λειτουργία όλων των θεσμών θα υπακούει στα κελεύσματα της επιχειρηματικής κουλτούρας. Αρχίζει, έτσι, να συνηθίζει η κοινωνία, και να αποδέχεται ως κανονιστικά κριτήρια για τη λειτουργία όλων των θεσμών της, τα κριτήρια με βάση τα οποία λειτουργούν οι επιχειρήσεις.
Σε αυτό το πλαίσιο η απαξίωση, η υποβάθμιση και η κατάργηση των ανθρωπιστικών και κοινωνικών επιστημών, με το σκεπτικό ότι είναι περιττές και όχι ανταποδοτικές, έρχεται και επανέρχεται και αποτελεί μέρος μιας άκρως επικίνδυνης ρητορικής. Το πρόβλημα δεν είναι να πεισθούν όσοι υποστηρίζουν τα παραπάνω, ότι εκεί όπου εφαρμόστηκαν, απέτυχαν και μάλιστα παταγωδώς. Το πρόβλημα είναι να πεισθούμε εμείς, ότι στις σημερινές συνθήκες τέτοιες εμμονές και τέτοιες ρητορικές υπονομεύουν τη λειτουργία των πανεπιστημίων ως κέντρων παραγωγής και διακίνησης νέων ιδεών και, ως εκ τούτου, απειλούν τη δημοκρατία.
Και αυτό το διακύβευμα είναι απείρως πιο σοβαρό από οποιαδήποτε οργανωτική πρόταση. Δεν έχει νόημα να επεκταθεί κανείς στην παραπέρα ανάλυση επιχειρημάτων που τόσοι πολλοί και με τόσο συστηματικό τρόπο έχουν αναλύσει, ανάμεσά τους και σοβαροί ακαδημαϊκοί που δεν μπορεί να τους κατηγορήσει κανείς για παθιασμένους αριστερούς. Τα πρόσφατα άρθρα των Nancy Nussbaum, Anthony Grafton, Robert Collini σε συντηρητικά περιοδικά είναι ενδεικτικά της κατάστασης που βιώνουν πανεπιστημιακοί δάσκαλοι και φοιτητές σε πολλά από τα γνωστά και μεγάλα πανεπιστήμια.
Και τώρα τα δύσκολα.
Το προνόμιο των προτάσεων αυτών δεν ανήκει μόνο στον συγκεκριμένο πρύτανη. Πλήθος άλλων πανεπιστημιακών, μηδέ και ορισμένων συνδικαλιστών της ηγεσίας της ΠΟΣΔΕΠ εξαιρουμένων, ψελλίζουν ανάλογες προτάσεις, άλλοι περισσότερο και άλλοι λιγότερο προκλητικά. Οι προτάσεις αυτές, σήμερα ειδικά, θέτουν ένα σύνολο από πολλά και πολύ δύσκολα ερωτήματα: Έχει ο καθένας και η καθεμιά το δικαίωμα να εκφράζει τη γνώμη της δημόσια; Προφανώς ναι. Έχει, όμως, κάποιος το δικαίωμα να συνεχίζει να είναι δημόσιος λειτουργός, όταν εκθέτει απόψεις που είναι τόσο εχθρικές στον θεσμό που υποτίθεται ότι υπηρετεί; Μα θα πείτε ότι τέτοιες κρίσεις είναι υποκειμενικές, και ο καθένας μπορεί να θεωρεί ότι οι προτάσεις του θα σώσουν το Πανεπιστήμιο. Δηλαδή;
Δεν υπάρχει, κάποιο έστω, κριτήριο αλήθειας, κάποιο έστω, κριτήριο ως προς το οποίο να διαμορφώνεται μια στοιχειώδης συναίνεση για να κρίνουμε πότε κάποιοι υπονομεύουν έναν θεσμό της δημοκρατίας, υπονομεύοντας την ίδια τη δημοκρατία; Πότε ένας θεσμός και όσοι τον υπηρετούν αποφασίζουν να αυτοπροστατευτούν από όσους θέλουν να τον διαλύσουν; Και με τι ηθικό έρισμα μπορεί κάποιος να είναι καθηγητής πανεπιστημίου στην Ελλάδα και να προτείνει, ουσιαστικά τον πλήρη ευτελισμό τού θεσμού του Πανεπιστημίου;
Απαντήσεις απλές δεν υπάρχουν στα παραπάνω ερωτήματα. Έχει, όμως, μεγάλη σημασία να τεθούν και να συζητηθούν - και τα ερωτήματα και οι απαντήσεις τους.
ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ ΓΑΒΡΟΓΛΟΥ
* Ο Κώστας Γαβρόγλου είναι καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών
ΠΗΓΗ: http://www.avgi.gr/